Στην όμορφη πόλη μας είναι όλοι έξαλλοι!
"Τα σκουπίδια κοντεύουν να μας πνίξουν" λένε οι γέροι στους πρωινούς τους μαχαλάδες.
"Μην πολυβγαίνεις έξω παιδί μου και μας φέρεις καμιά πανώλη μες στο σπίτι" λένε οι μαμάδες στις έφηβες κόρες τους.
"Πώς να δουλέψουμε με αυτούς τους σωρούς δίπλα μας; Άνθρωπος δεν πλησιάζει τα τραπέζια μας, μόνο ποντίκια!" λένε οι μαγαζάτορες αγανακτισμένοι.
"Πάνω που έκανε ο άνθρωπος προσπάθειες να καλωπίσει την πόλη μας, του άνοιξαν πόλεμο οι γαλάζιοι υπάλληλοί του. Δε θα προοδεύσει ποτέ αυτή η πόλη, της άξιζαν τελικά ο Ψωμιάδης και ο Παπαγεωργόπουλος" θα πουν μερικοί μπαμπάδες μεταξύ τους στα πηγαδάκια των γραφείων τους.
"Με τέτοιο δήμαρχο που βγάλαμε, καλά να πάθουμε. Αυτός που μας έβαλε να υιοθετούμε παγκάκια, θα κάνει ζάφτι τους υπαλλήλους του; Θέλει τσαγανό και εμπειρία η κατάσταση..."θα πουν μερικοί άλλοι μπαμπάδες μεταξύ τους στα πηγαδάκια των δικών τους γραφείων.
Και η γιαγιά απ' το χωρίο θα πάρει τηλέφωνο να ρωτήσει τι έγινε με τα σκουπίδια και να μας καλέσει εκεί για το σαββατοκύριακο, μην πάθουμε τίποτα από το μολυσμένο αέρα.
Βουνά τα σκουπίδια στην πόλη μας κι όλοι τα φοβούνται πολύ!
Όλοι, εκτός από εκείνο τον παππού, που μοίαζει πολύ με το δικό μου παππού, μόνο που είναι πιο κοντός και δεν έχει καπέλο. Τα πλησιάζει κάθε βράδυ με περισσό θάρρος και τα ψαχουλεύει.
" Κύριε τι κάνετε εκεί; Μην πλησιάζετε τους σωρούς, είναι επικίνδυνοι!" του φώναξα.
"Έχασα κάτι παιδί μου και το ψάχνω" μου απάντησε χαμηλόφωνα.
Κι όλο ρωτάω τη μαμά μου τι έχασε αυτός ο κύριος και γιατί δεν πάει να πάρει ένα καινούριο. Και δε μου λέει...